ελ

Στένωση σωλήνα

Στένωση Σωλήνα

Σπονδυλική στένωση είναι η κατάσταση κατά την οποία η παθολογική εκφύλιση και προβολή των δίσκων, η δημιουργία οστεοφύτων (άλατα) στους σπονδύλους και η υπερτροφία αρθρώσεων και συνδέσμων που συγκρατούν τους σπονδύλους μεταξύ τους, οδηγούν στη πίεση του νευρικού ιστού (νωτιαίου μυελού και νεύρων) εντός του σωλήνα, δημιουργώντας έτσι τη στένωση.

Η στένωση αυτή είναι προοδευτική και οδηγεί στην ανεπάρκεια του απαραίτητου αίματος για τον νωτιαίο μυελό και των νεύρων (ρίζες) που ανεπαρκούν στη φυσιολογική τους λειτουργία. Η στένωση αρχίζει να εμφανίζεται με τη πρόοδο της ηλικίας και εκδηλώνεται συχνότερα μεταξύ των 50-60 ετών. Η συχνότερη εντόπιση είναι στη οσφυϊκή και αυχενική περιοχή και η συχνότητά της είναι περίπου 20-30 άνθρωποι στους 1,000.

 

ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ - ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ


Οι δίσκοι και οι σύνδεσμοι,μεταξύ των σπονδύλων με τη ηλικία, χάνουν την ελαστικότητα τους από την απώλεια του υγρού, όσο γίνονται πιο υπερτροφικοί και σκληρότεροι, εισέρχονται στο νωτιαίο σωλήνα και στα τρήματα που εξέρχονται τα νεύρα (ρίζες), οι δε αρθρώσεις των σπονδύλων υπερτρέφονται (άλατα), τόσο η στένωση γίνεται μεγαλύτερη με αποτέλεσμα τη πίεση αυτών. Τα ενοχλήματα συνήθως είναι ο πόνος, οι αιμωδίες και η αδυμαμία. Χαρακτηριστικό είναι η διαλείπουσα χωλότητα (βάδιση ορισμένης απόστασης, κούραση, ανάπαυση για 1-2’ λεπτά και ξανά βάδιση ίδιας απόστασης και ξανά ανάπαυση) που πρέπει να την διακρίνουμε από αυτή (τη διαλείπουσα χωλότητα) της αγγειοπάθειας. Η διαλείπουσα χωλότητα μπορεί να φτάνει στο 65% του πληθυσμού σε ηλικίες άνω των 65 ετών.

Οι ασθενείς αρχικά νιώθουν δυσφορία στα πόδια όταν είναι όρθιοι ή κατά τη βάδιση και ηρεμούν όταν κάθονται ή όταν ξαπλώνουν έστω για ελάχιστα λεπτά. Αρχικά έχουν χαμηλή οσφυαλγία και δυσκαμψία. Με την εξέλιξη της στένωσης μερικοί άνθρωποι δυνατόν να αναπτύξουν δυσλειτουγία στο έντερο και στην ουροδόχο κύστη, άλλες φορές η αδυναμία είναι αρκετά μεγάλη που αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν καρότσι για μεταφορά.

Πριν από οποιαδήποτε θεραπεία θα πρέπει να επιβεβαιωθεί η διάγνωση μετά το ιστορικό και τη κλινική εξέταση με απλές ακτινογραφίες, αξονική και μαγνωτική τομογραφία και σε επιλεγμένες περιπτώσεις με μυελογραφία. Η αγγειογραφία ή το dopler αγγείων δίνουν την απάντηση για την αγγειοπάθεια.